Προσευχή των δακρύων (Όσιος Ισαάκ ο Σύρος)

Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅστις ἔκλαυσας ἐπὶ Λαζάρῳ, καὶ ἔχυσας δάκρυα λύπης καὶ συμπαθείας ἐπάνω εἰς αὐτόν, δέξαι τὰ τῆς πικρίας μου δάκρυα· ἰάτρευσον διὰ τῶν ἁγίων σου παθημάτων τὰ πάθη μου· θεράπευσον διὰ τῶν πληγῶν σου τὰς ψυχικάς μου πληγάς· διὰ τοῦ τιμίου σου αἵματος καθάρισόν μου τὸ αἷμα, καὶ ἕνωσον τὴν εὐωδίαν τοῦ ζωοποιοῦ σου σώματος τῷ σώματί μου· ἡ χολή, τὴν ὁποίαν παρὰ τῶν ἐχθρῶν ἐποτίσθης, ἂς γλυκάνῃ τὴν ψυχήν μου ἀπὸ τὴν πικρίαν, τὴν ὁποίαν ὁ ἀντίδικός μου διάϐολος μ᾿ ἐπότισε· τὸ πανάγιόν σου σῶμα, τὸ ὁποῖον ἐτανύσθη ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἂς ἀναπτερώσῃ πρὸς σὲ τὸν νοῦν μου, ὅστις ἐσύρθη κάτω ὑπὸ τῶν δαιμόνων· ἡ παναγία σου κεφαλή, τὴν ὁποίαν ἔκλινας ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ἂς ὑψώση τὴν κεφαλήν μου, τὴν πειϋϐρισθεῖσαν ὑπὸ τῶν ἀντιπάλων δαιμόνων· αἱ πανάγιαί σου χεῖρες, αἱ καθηλωθεῖσαι ὑπὸ τῶν παρανόμων ἐν τῷ σταυρῷ, ἂς μὲ ἀναϐιϐάσωσι πρὸς σὲ ἐκ τοῦ χάσματος τῆς ἀπωλείας, καθὼς ὑπεσχέθη τὸ πανάγιόν σου στόμα· τὸ πρόσωπόν σου, τὸ δεξάμενον ραπίσματα καὶ ἐμπτύσματα ὑπὸ τῶν καταράτων Ἰουδαίων, ἂς μοῦ λαμπρύνῃ τὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον ἐμολύνθη ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας· ἡ ψυχή σου, τὴν ὁποίαν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὑπάρχον, παρέδωκας εἰς τὸν πατέρα σου, ἂς μὲ ὁδηγήσῃ πρὸς σὲ διὰ τῆς χάριτός σου.

Δὲν ἔχω καρδίαν θλιϐομένην προς ἀναζήτησίν σου, δὲν ἔχω μετάνοιαν, δὲν ἔχω κατάνυξη, οὐδὲ δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τὰ τέκνα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα. Δὲν ἔχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν· ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, καὶ δὲν δύναται ν᾿ ἀτενίσῃ πρὸς σὲ μετὰ πόνου· ἐψυχράνθη ἡ καρδία μου ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πειρασμῶν, καὶ δὲν δύναται νὰ θερμανθῇ διὰ τῶν δακρύων τῆς πρὸς σὲ ἀγάπης.

Ἀλλὰ σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, δώρησαί μοι τελείαν μετάνοιαν καὶ καρδίαν ἐπίπονον, ἵνα ὁλοψύχως ἐξέλθω εἰς ἀναζήτησίν σου· διότι ἄνευ σοῦ θέλω ἀποξενωθῇ ἀπὸ παντὸς ἀγαθοῦ. Χάρισαί μοι λοιπόν, ὦ ἀγαθέ, τὴν χάριν σου· ὁ πατήρ, ὅστις σ᾿ ἐγέννησεν ἐκ τῶν κόλπων αὐτοῦ ἀχρόνως καὶ ἀϊδίως, ἂς ἀνανεώσῃ εἰς ἐμὲ τὰς μορφὰς τῆς εἰκόνος σου· σ᾿ ἐγκατέλιπον, μὴ μ᾿ ἐγκαταλείπῃς· ἐχωρίσθην ἀπὸ σοῦ, ἔξελθε εἰς ἀναζήτησίν μου, καὶ εὐρὼν εἰσάγαγέ με εἰς τὰς νομάς σου, καὶ συναρίθμησόν με μετὰ τῶν προϐάτων τῆς ἐκλεκτῆς σου ποίμνης, καὶ διάθρεψόν με μετ᾿ αὐτῶν ἐκ τῆς χλόης τῶν θείων σου μυστηρίων, τῶν ὁποίων ὑπάρχει κατοικητήριον ἡ καθαρὰ καρδία, εἰς τὴν ὁποίαν ἀναφαίνεται ἡ ἔλλαμψις τῶν ἀποκαλύψεών σου, ἡ ὁποία ἔλλαμψις εἶναι παρηγορία καὶ ἀναψυχὴ τῶν κοπιώντων διὰ σὲ ἐν θλίψεσι καὶ διαφόροις μάστιξι· τῆς ὁποίας ἐλλάμψεως εἴθε ν᾿ ἀξιωθῶμεν καὶ ἡμεῖς διὰ τῆς χάριτος καὶ φιλανθρωπίας σου, τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ που έκλαψες για το φίλο Σου Λάζαρο και τα μάτια Σου έσταξαν δάκρυα λύπης και συμπάθειας, δέξου τα δάκρυα της πικρίας μου. Με τα πάθη Σου θεράπευσε τα πάθη μου. Με τα τραύματά Σου γιάτρεψε τα τραύματά μου. Μέ τό Άγιο αίμα Σου άγνισε τό αίμα μου καί η ευωδία τού ζωοποιού Σου σώματος ας μοσχομυρίσει καί τό δικό μου σώμα. Η χολή, πού Σέ πότισαν, ας γλυκάνει την ψυχή μου από τις πικρίες, που με πότισε ο αντίδικος. Το σώμα Σου, πού το τάνυσαν πάνω στο Σταυρό, ας ανεβάσει σε Σένα το νου μου, πού τον τράβηξαν κάτω οι δαίμονες. Το κεφάλι Σου, πού έγειρε πάνω στο Σταυρό, ας υψώσει το δικό μου κεφάλι, πού το ταπείνωσε ο εχθρός. Τα Πανάγια χέρια Σου, πού καρφώθηκαν από τους απίστους στό Σταυρό, ας με τραβήξουν από τον γκρεμό τού χαμού, όπως υποσχέθηκε τό Πανάγιό Σου στόμα. Το πρόσωπό Σου, πού δέχθηκε χτυπήματα και φτυσίματα από τούς καταραμένους, ας ομορφήνει το πρόσωπό μου, που το ασχήμιναν οι ανομίες μου. Η ψυχή Σου, που από το Σταυρό την παρέδωσες στον Πατέρα Σου, ας με οδηγήσει στη Χάρη Σου.

Δεν έχω καρδιά έμπονη για αναζήτησή Σου. Δεν έχω μετάνοια, ούτε κατάνυξη, πράγματα πού φέρνουν τα παιδιά στήν κληρονομιά τους. Δέν έχω, Κύριε, δάκρυ ικετευτικό. Σκοτίστηκε ο νούς μου με τα βιοτικά καί υλικά, και δεν έχει τη δύναμη να σε δει με πόνο και συμπάθεια. Πάγωσε η καρδιά μου από το πλήθος των πειρασμών και δεν μπορεί να ζεσταθεί με τα δάκρυα της αγάπης για Σένα.

Αλλά Σύ, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, ο θησαυρός τών αγαθών, δώρησέ μου ολοκληρωμένη μετάνοια καί καρδιά έμπονη για να βγώ καί να Σε αναζητήσω με όλη μου τήν ψυχή, γιατί, χωρίς Εσένα, είμαι ξένος κάθε καλού. Χάρισέ μου, λοιπόν, Αγαθέ, τήν Χάρη Σου. Ο Πατέρας Σου... άς ξανακαινουργώσει μέσα μου τήν Εικόνα Σου. Σέ εγκατέλειψα - μή με εγκαταλείψεις. Μακρύνθηκα από Σένα - βγές νά με αναζητήσεις, να μέ βρείς καί νά μέ ξαναβάλεις στό κοπάδι τών λογικών Σου προβάτων, καί να μέ θρέψεις, μαζί με αυτά, μέ τή χλόη τών Θείων Σου μυστηρίων, τών οποίων τόπος είναι η καθαρή καρδιά, στήν οποία παρουσιάζεται καί η έλλαμψη τών αποκαλύψεών Σου, πού είναι παρηγοριά κι αναψυχή γι αυτούς πού κοπίασαν για Σένα μέ θλίψεις καί ποικίλα βάσανα. Μακάρι να αξιωθούμε κι εμείς να δούμε αυτή τήν έλλαμψη, μέ τή Χάρη καί τή φιλανθρωπία Σου, Κύριε Ιησού Χριστέ, τώρα καί πάντοτε καί στούς αιώνες τών αιώνων. Αμήν.